νυστέρι

νυστέρι
Χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την τομή των ιστών. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα αρχαιότερα ιατρικά εργαλεία - είναι γνωστές ακριβείς περιγραφές του από τη χειρουργική των αρχαίων Ελλήνων και των Ινδών. Ν. βρέθηκαν και στις εκσκαφές της Πομπηίας. Από τις εικονογραφήσεις βιβλίων του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, αλλά και από δείγματα που διασώθηκαν, μπορούμε να πούμε ότι το ν. δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά με το πέρασμα των αιώνων. Τα σημερινά ν. είναι μικρότερα από τα παλαιότερα και διαφέρει ο τρόπος της κατασκευής τους, γιατί τώρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η αποστείρωση στην οποία υποβάλλονται - γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επεκτείνεται συνεχώς η χρήση ν. με εναλλασόμενες λάμες, που προσφέρονται στο εμπόριο αποστειρωμένες, έτοιμες να χρησιμοποιηθούν. Ανάλογα με το είδος των ιστών και με τη θέση τους, χρησιμοποιούνται ν. με λάμες διαφορετικού σχήματος: ευθείες, αμφίκυρτες, δρεπανοειδείς, κομβιοειδείς, κ.ά.· ν. ακρωτηριασμού ονομάζονται εκείνα που έχουν λάμες μήκους 25-30 εκ. και χρησιμοποιούνται σε ακρωτηριασμούς άκρων, ενώ τενοντόμοι εκείνοι που χρησιμοποιούνται για την τομή των τενόντων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ηλεκτρικό ν. Πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο, σε σχήμα βελόνας, μικρής σφαίρας ή με αμβλεία κόψη, που τέμνει τους ιστούς με ηλεκτρικό ρεύμα πολύ υψηλής συχνότητας, παραγόμενο από μια ειδική συσκευή· το αδρανές ηλεκτρόδιο, που χρησιμεύει για να κλείνει το κύκλωμα, αντιπροσωπεύεται από μία μεταλλική πλάκα που εφάπτεται με τον χειρουργούμενο ασθενή. Το πλεονέκτημα αυτού του εργαλείου συνίσταται στην ευχέρεια χειρισμού του (επειδή έχει μικρές διαστάσεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με απλή επαφή), στην ιδιότητά του να προκαλεί αιμόσταση, στην περιορισμένη καταστροφή κυττάρων - η οποία μειώνει τα τοξικά φαινόμενα από απορρόφηση - και στις ιδιότητες αποστείρωσης του ηλεκτρικού ρεύματος και της θερμότητας που παράγει. Χειρουργικά νυστέρια. Πάνω, νυστέρι σε ρωμαϊκό ανάγλυφο? κάτω, σε λιθογραφία του 16ου αι. Σημερινά χειρουργικά νυστέρια.
* * *
το
1. χειρουργικό μαχαιρίδιο
2. φρ. «βάζω νυστέρι» ή «κόβω με το νυστέρι»
μτφ. προβαίνω σε επώδυνη αλλά αναγκαία και τελικά σωτήρια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *νυσ-τήριον < θ. νυσ- τού νύσσω «τρυπώ με αιχμηρό όργανο, κεντώ» + επίθημα -τήριον με ανομοιωτική τροπή τού -η- σε -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νυστέρι — το μαχαίρι, όργανο χειρουργικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυστεριά — η [νυστέρι] τομή με νυστέρι …   Dictionary of Greek

  • εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …   Dictionary of Greek

  • οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… …   Dictionary of Greek

  • σχαστήριο — το / σχαστήριον, ΝΜ νεοελλ. ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι μσν. είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήριον …   Dictionary of Greek

  • χειρουργόψαρα — τα, Ν ζωολ. κοινή ονομασία περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών οικογενειών ακανθουρίδες και ζαγκλίδες, ονομασία που οφείλεται στο γεγονός ότι τα ψάρια αυτά έχουν ένα ζεύγος κοφτερών, σαν νυστέρι χειρουργού, αγκαθιών στον μίσχο τού ουραίου πτερυγίου …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”